ημιανοψία

ημιανοψία
Η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου στον ένα (ετερόπλευρη) ή και στους δύο (αμφοτερόπλευρη) οφθαλμούς. Διακρίνεται σε ετερώνυμη, οπότεχάνονται είτε τα εξωτερικά (κροταφικά) είτε τα εσωτερικά (ρινικά) μισά του πεδίου της όρασης, και σε ομώνυμη, οπότεχάνονται τα ομόπλευρα μισά (είτε δεξιά είτε αριστερά) του πεδίου της όρασης. Η η. είναι αποτέλεσμα εγκεφαλικής αιμορραγίας, κρανιακών βλαβών ή εγκεφαλικών όγκων. Αν o εγκεφαλικός ιστός δεν έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά, η η. είναι ανατάξιμη. Η απώλεια του οπτικού πεδίου συνήθως σημαίνει την τύφλωση για όλα τα είδη των οπτικών ερεθισμάτων, αν και μερικές φορές μπορεί να χαθεί η ικανότητα, παραδείγματος χάριν, αντίληψης του σχήματος ή ενός αντικειμένου, αλλά να διατηρηθεί η ικανότητα αντίληψης χρώματος, του φωτός και κίνησης στο ίδιο οπτικό πεδίο. Επίσης, μπορεί να μην αφορά πλήρως το μισό οπτικό πεδίο (ατελής) ή να αφορά μόνο ένα τεταρτημόριό του.
* * *
η
ιατρ. απώλεια τής όρασης στο ένα ήμισυ τού οπτικού πεδίου τού ενός ή και τών δύο ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianopsia < hemi- (πρβλ. ημι-*) + anopsia (πρβλ. ανοψία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιαοψία — η ημιανοψία* …   Dictionary of Greek

  • ημιοψία — η βλ. ημιανοψία …   Dictionary of Greek

  • ημιωπία — η βλ. ημιανοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiopia < hemi (πρβλ. ημι ) + opia (πρβλ. ωπια < ωψ «πρόσωπο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνστ. Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

  • τύφλωση — (Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή… …   Dictionary of Greek

  • χίασμα — το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [χιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χιάζω 2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ 3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. το σημείο Χ, με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”